-
1 χαρακτηρ
- ῆρος ὅ [χαράσσω]1) отпечаток(τῆς εὐγενείας Plut.)
2) печать, клеймо(σφραγῖδες καὴ πᾶς χ. Plat.; χαρακτῆρά τινος ἐπιβαλεῖν τινι Isocr.)
ἀργύρου χ. Eur. — чекан серебряной монеты;ὅ χ. ἐτέθη τοῦ ποσοῦ σημεῖον Arst. — чекан выбит (на монетах) как знак количественного достоинства3) изображение, начертание, знак(ἐν τοῖς πυξίοις Plut.)
4) очертание, форма5) отличительная черта, особенность, своеобразие, характер(τῆς γλῶσσης, τοῦ προσώπου Her.; τῶν ἀνδρῶν Eur.; τῆς ὄψεως Diod.)
εἰληφέναι χαρακτῆρα ἑκατέρου τοῦ εἴδους Plat. — уловить особенности каждого вида6) примета, признак(φανερὸς χ. τινος Eur.)
-
2 χαρακτήρ
χαρακτήρ, ῆρος, ὁ, eigtl. das Werkzeug zum Eingraben, Einschneiden, Einprägen, und die Person, die dies thut, Eurypham. bei Stob. fl. 103, 27. – Gew. das Eingegrabene, Eingeschnittene, das Gepräge, z. B. bei Münzen, übh. in Stein, Metall od. Holz eingegrabene Schrift und Figuren, übh. das Bild; χ. ἐν τύποις πέπληκται Aesch. Suppl. 279; Eur. El. 559; neben νόμισμα καὶ σφραγῖδες Plat. Polit. 289 b. – Uebertr., das Kennzeichen, Merkmal, die einer Person od. Sache gleichsam aufgeprägte Eigenthümlichkeit, woran man sie erkennt u. sie von andern unterscheidet; γλώσσης, προςώπου, Her. 1, 57. 142. 116; ἀνδρῶν οὐδεὶς χαρακτὴρ ἐμπέφυκε σώματι Eur. Med. 519; τῶν ῥημάτων Ar. Pax 220; τηλικοῦτον εὐδοξίας χαρακτῆρα ἐπέβαλε τοῖς ἔργοις Isocr. 1, 8; εἰληφέναι τινὰ χαρακτῆρα ἑκατέρου τοῦ εἴδους Plat. Phaedr. 263 b; u. Sp., τῆς εὐγενείας Plut. Thes. 7. Auch der Charakter eines Schriftstellers, der dem Schriftsteller eigenthümliche Styl, Schäf. zu D. Hal. de C. V. p. 359. – Schilderung, Charakterisirung.
-
3 περιαρτάω
A hang round or on, ἐρινὰ [ταῖς συκαῖς] Poll.1.242;χρυσὸν τοῖς δακτύλοις Max.Tyr.36.2
:—[voice] Pass., of persons, πήραν περιηρτημένος having it hung round one, S.E.M.2.105;τὸ σύμβολον τῆς εὐγενείας -ηρτημένος τῷ ὑποδήματι Philostr.VS2.1.8
; of things, to be hung round,τῷ τραχήλῳ Plu.Per.38
, cf. Poll.5.101.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιαρτάω
-
4 βερνίκι(ον)
τό1) лак, политура; 2) крем, вакса, гуталин; 3) перен. видимость, внешний лоск;βερνίκι(ον) ευγένειας — напускная вежливость;
βερνίκι(ον) πολιτισμού — внешняя, поверхностная культура;
πασσαλειμμένος με το βερνίκι(ον) της σοφίας — нахватавшийся всякой премудрости
-
5 βερνίκι(ον)
τό1) лак, политура; 2) крем, вакса, гуталин; 3) перен. видимость, внешний лоск;βερνίκι(ον) ευγένειας — напускная вежливость;
βερνίκι(ον) πολιτισμού — внешняя, поверхностная культура;
πασσαλειμμένος με το βερνίκι(ον) της σοφίας — нахватавшийся всякой премудрости
-
6 ἔναυσμα
A spark: metaph., Max.Tyr.11.8; ζῳοῖσιν ἔ. that which gives life to animals, Orph.H.11.16; ἡ φύσις τοῖς σώμασιν ἐντίθησιν τῆς οἰκείας ἰδιότητος ἔ. Procl.in Cra.p.30P., cf. Iamb.Protr. 21.ιζ.2 metaph., spark, glimmer, Plb.9.28.8, Plu.Flam.11 (Pl.);ἐναύσματα εὐγενείας Ph.2.437
: pl., slight indications of a testator's wishes, Just.Nov. 107 Pr.3 stimulus, incentive, τῶν ἀρετῶν ἐ. D.S. 10 Fr.11.2 (pl.);τοιαῦτα ἔχων ἐ. ἐς βασιλείας ἐπιθυμίαν Hdn.2.15.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔναυσμα
См. также в других словарях:
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Χάρλεϊ, Ρόμπερτ κόμης της Οξφόρδης — (Harley, 1661 – 1724). Άγγλος πολιτικός. Το 1869 εξελέγη βουλευτής και αρχικά πήγε με το μέρος των Ουίγων, αργότερα όμως συμμάχησε με τους Τόρηδες και κατόρθωσε να αποκτήσει τέτοια επιρροή, ώστε το 1701 εξελέγη κοινοβουλευτικός εκπρόσωπός τους… … Dictionary of Greek
ευγενείς — Στο αρχαϊκό στάδιο της ανθρώπινης ιστορίας, ε. χαρακτηρίζονταν όσοι ξεχώριζαν για τη φυσική ρώμη τους και την πολεμική ικανότητά τους. Είναι σχετικά αξιοσημείωτο ότι σχεδόν σε όλους τους λαούς εκείνης της περιόδου συναντάται η πίστη τόσο στη… … Dictionary of Greek
γκάουτσο — (gaucho).Λέξη άγνωστης προέλευσης με την οποία χαρακτηρίζονται οι άνθρωποι των πάμπα,των απέραντων πεδιάδων της Νότιας Αμερικής. Απόγονος των Ισπανών που κατέκτησαν και αποίκισαν αυτές τις περιοχές, ο γ. συχνά προερχόταν από επιμειξίες με τους… … Dictionary of Greek
благородиѥ — БЛАГОРОДИ|Ѥ (18), ˫А с. Знатность, благородное происхождение: всѣмъ бо едино даровалъ ѥсть. бл҃городиѥ. всѣхъ равно спо(д)бивъ нарицати оц҃а то(г). КР 1284, 14б; ѡц҃а нарекъ б҃а и ѡц҃а обща праведно оубо тако показа житиѥ. ˫ако да не бл҃городию… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
όνομα — Μέρος του λόγου που διακρίνεται κατά το γένος, τον αριθμό και –στις κλιτές γλώσσες– την πτώση. Ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και οι Στωικοί προσπάθησαν να δώσουν έναν ορισμό του o., στην προσπάθεια τους να κατατάξουν, με βάση ορισμένα λογικά κριτήρια,… … Dictionary of Greek
φυσικοδικαιοκρατία — Όρος που καθιερώθηκε πρόσφατα διεθνώς με βάση τον όρο φυσικό δίκαιο (ius naturale), κατ’ αναλογία προς τον όρο φυσιοκρατία (naturalismus). Αφού το φυσικό δίκαιο είναι δίκαιο που δεν νομοθετήθηκε, ως φ. λαμβάνεται κάθε αντίληψη που, στη φιλοσοφία… … Dictionary of Greek
μυρίζω — (ΑΜ μυρίζω και Α ποιητ. τ. σμυρίζω) [μύρον] αλείφω κάποιον ή κάτι με μύρο (α. «μύρισαν το μωρό» β. «προέλαβε μυρίσαι μου τὸ σώμα εἰς τὸν ἐνταφιασμόν», ΚΔ) νεοελλ. 1. μτφ. α) φανερώνω την προέλευσή μου, την καταγωγή μου β) καθιστώ κάτι φανερό,… … Dictionary of Greek
Καχριέ τζαμί — Βυζαντινό μοναστήρι στην Κωνσταντινούπολη, η γνωστή Μονή της Χώρας, που μετατράπηκε σε τζαμί το 1511 (η ονομασία του σημαίνει στα ελληνικά τζαμί της νίκης). Η μονή αρχικά ήταν χτισμένη έξω από τα τείχη της πόλης, όταν όμως αυτά διευρύνθηκαν από… … Dictionary of Greek
περιφέρω — ΝΜΑ 1. μεταφέρω κάτι ολόγυρα, κυκλικά ή προς κάθε κατεύθυνση (α. «περιφέρω δίσκο» β. «περιφέρουν τον Επιτάφιο» γ. «τὸν ὀϊστὸν περιέφερε κατὰ πᾱσαν γῆν οὐδὲν σιτεόμενος», Ηρόδ.) 2. μεταφέρω επάνω μου ή μέσα μου ή μαζί μου (α. «περιφέρω τη δυστυχία … Dictionary of Greek
εραλδική — Ο κλάδος της ιστορίας που ασχολείται με τη μελέτη των οικοσήμων. Η χρήση των οικοσήμων ως διακριτικών εμβλημάτων ομάδων, στρατιωτών, κρατών κλπ. έχει πανάρχαια προέλευση. Πληροφορίες γι’ αυτή βρίσκουμε στους ιστορικούς και γεωγράφους της αρχαίας… … Dictionary of Greek